ένα παραμύθι για την αυτο-εκτίμηση και την αυτο-αποδοχή
Στη
μακρινή χώρα του Ορν ζούσε κάποτε ένας γέρος, που τον έλεγαν Μπάρμπα Μελλισσό. Και τον έλεγαν έτσι, επειδή τον
περισσότερο καιρό τον περνούσε με τις μέλισσες.
Ζούσε
σ' ένα μικρό καλυβάκι, που έμοιαζε στ' αλήθεια με πελώρια κυψέλη. Γιατί οι
μέλισσες είχανε χτίσει τις κερύθρες τους σ' όλες τις γωνιές της καμαρούλας του
- στα ράφια, κάτω από το τραπέζι, μπρος και πίσω από τον πάγκο, δίπλα στο
κρεβάτι του. Παντού.
Ολημερίς
ο αέρας βούιζε από τα ζουζουνισματά τους. Οι μέλισσες πετούσαν ολόγυρα μέσα
στην κάμαρα, μα διόλου δεν τον ενοχλούσε τον Μπάρμπα -Μελισσό. Ήταν φτωχός και
φίλο άλλον από τις μέλισσες δεν είχε. Μα ήταν ευτυχισμένος κι ικανοποιημένος
από τη ζωή του. Είχε όσο μέλι τραβούσε η ψυχή του. Είχε τις μέλισσες, που ήταν
γι' αυτόν η καλύτερη συντροφιά στον κόσμο. Και τις έβλεπε να πληθαίνουν μέρα με
τη μέρα.
Μια
μέρα πέρασε από την καλύβα του ένας Μαθητευόμενος Μάγος. Αυτός ο νεαρός
σπούδαζε τη μαγεία με όλες τις τέχνες της κι όλο περίπλοκες και δύσκολες
σκέψεις στριφογυρνούσαν στο κεφάλι του. Έλεγε, ας πούμε: « Γιατί τάχα να
'ναι ο Μπάρμπα-Μελισσός έτσι όπως είναι? Και πώς θα 'ταν άραγε, αν δεν ήταν αυτό
που είναι ; »
Το θέμα του
Μπάρμπα-Μελισσόυ το 'χε μελετήσει καλά. Κι είχε βρει μια λύση. Μόλις, λοιπόν, ο
γέρος βγήκε από την καλύβα του, τον έπιασε και τον ρώτησε:
- -Το ξέρεις παππούλη ότι σ' έχουνε
μεταμορφώσει ;
- -Τι
θες να πεις, παληκάρι μου; τα 'χασε ο Μπάρμπα-Μελισσός. Και τι ήμουνα πριν
μεταμορφωθώ ; συνέχισε να λέει.
- -Αυτό δεν το ξέρω, αποκρίθηκε ο
Μαθητευόμενος Μάγος. Ένα είναι σίγουρο, κάποιος πρέπει να σε ξανακάνει όπως
ήσουν. Αν βρεις τι ήσουνα πριν σου κάνουν μάγια, τότε μετά χαράς θα σε βοηθήσω:
θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να ξαναγίνεις όπως και πρώτα !
Αυτά είπε ο
Μαθητευόμενος Μάγος· κι επειδή είχε πολλά να σκεφτεί, χαιρέτησε κι έφυγε. Σαν
τ' άκουσε αυτό Μπάρμπας-Μελισσός, ταράχτηκε πολύ. Αν κάποιος του 'χε κάνει
μάγια και τον είχε μεταμορφώσει, τότε έπρεπε να κάνει τ' αδύνατα δυνατά για να
ξαναπάρει την μορφή του. Σκεφτικός γύρισε στην καλύβα του ο γέρος κι όλο το
ίδιο πράγμα γυρόφερνε μες το μυαλό του: « Τι να 'μουν άραγε πριν γίνω αυτό
που είμαι τώρα ; Γίγαντας τάχα ; Ή πρίγκιπας δυνατός ; Μήπως
ήμουνα σκυλί ; Άλογο ; Ή δράκος απ' αυτούς που φτύνουν φωτιές από το
στόμα τους ; Αχ, ούτε να το σκέφτομαι δε θέλω. Μα ότι και να 'μουνα, όλα
τα πλάσματα του Θεού πρέπει να ζουν έτσι όπως τα 'στειλε στη γη να ζήσουν ο
Πλάστης τους. Γι' αυτό κι εγώ θα ψάξω να βρω τι ήμουνα πριν γίνω
Μπάρμπα-Μελισσός. Αύριο πρωί πρωί ξεκινάω για το ταξίδι μου. »
Την άλλη μέρα, με το
χάραμα, σηκώθηκε, φόρεσε το πανωφόρι του, φορτώθηκε την κυψέλη στην πλάτη του
και ξεκίνησε. Κάμποση ώρα αργότερα έφτασε σ' έναν κήπο πανέμορφο. Παντού
ολόγυρα υπήρχαν καταπράσινα παρτέρια και στη μέση το παλάτι του Άρχοντα. Άνθρωποι
ντυμένοι με ρούχα ακριβά έκαναν τις βόλτες τους. Όλα τα πρόσωπα άστραφταν από
χαρά. « Νομίζω πως πρέπει να κάνω
μια στάση εδώ », είπε με το νου του ο Μπαρμπα-Μελισσός. «Που ξέρεις ;
Μπορεί και να 'μουνα κάποιος απ' αυτούς τους χαρούμενους ανθρώπους...Και
πραγματικά, θα μ' άρεσε να καλοπερνάω έτσι... ». Ξεφόρτωσε, λοιπόν, την
κυψέλη του και τη σκέπασε με το πανωφόρι του. Δεν ήθελε να τον γυροφέρνουν οι μέλισσες
όταν θα έκανε τις βόλτες του μες στον υπέροχο κήπο. Δυο μέρες τριγύριζε ο
Μπάρμπα-Μελισσός στα περιβόλια κι είδε
τα πάντα. Στο τέλος πίστεψε πως τα ωραιότερα πλάσματα της γης είχανε μαζευτεί
σ' αυτόν εδώ τον παράδεισο.
H δεύτερη μέρα έφτανε στο τέλος της κι ο
Μπάρμπα-Μελισσός ακόμα κοίταζε γύρω του κι δεν χόρταινε τα όμορφα πράγματα που
έβλεπε: « Υπάρχει εδώ κάποιος που μ' αρέσει πολύ », είπε τέλος μέσα
του. « Ο Άρχοντας του παλατιού! Πολύ θα το 'θελα να ήμουν σαν κι αυτόν.
Κάτι μου λέει πως έτσι είναι ο αληθινός μου ευατός. Θα πρέπει, όμως, να τον
παρατηρήσω από κοντά, για να σιγουρευτώ. Κι όταν σιγουρευτώ, τότε θα ζητήσω από
τους μάγους να με ξανακάνουν άρχοντα, όπως θα πρεπε να είμαι».
Την
άλλη μέρα το πρωί ο Μπάρμπα-Μελισσός είδε τον άρχοντα του Παλατιού να περπατάει
μονάχος του και τον πήρε λοιπόν στο κατόπι. Περπατούσαν ώρα, ώσπου ο Άρχοντας
είδε τον φτωχό γέρο και θύμωσε. « Τί γυρεύεις εσύ εδώ; » έμπηξε τις
φωνές. Κι αγριεμένος του έδωσε μια κλωτσιά, που τον έστειλε πίσω στους θάμνους.
Ο
δύστυχος ο Μπαρμπα-Μελισσός το έβαλε στα πόδια, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. « Μπορεί
να μην ξέρω ούτε ποιος ήμουν ούτε ποιος είμαι, αλλά σίγουρα ποτέ μου δε θα
΄παιρνα με τις κλωτσιές ένα φτωχό γέρο » , συλλογίστηκε καθώς έφευγε απ’
τον κήπο. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, έφτασε μετά από δυό μέρες σ' ένα ψηλό, μαύρο
βουνό. Στη ρίζα του βουνού ξεχώρισε το άνοιγμα μιας σπηλιάς. Το είχε ακουστά ο
Μπάρμπα-Μελισσός αυτό το βουνό.
« Αλιμονό
μου! », αναστέναξε. « Πολύ φοβάμαι πως θα πρέπει να κοιτάξω κι εδώ
μέσα. Ξεκίνησα να βρω την αλήθεια. Αν είναι να κάνω μια δουλειά, πρέπει να την
κάνω σωστά. Όσο κι αν δε μ' αρέσει η ιδέα, μπορεί και να ήμουνα κάποιο από αυτά
τα δύστυχα πλάσματα ». Μ' αυτή την απόφαση προχώρησε και δεν άργησε να
φτάσει. Κι εκεί, έξω απ' την σπηλιά, καθόταν ένα παληκάρι με την πλάτη του
ακουμπισμένη στο κορμό ενός δέντρου.
- -Καλημέρα, χαιρέτησε τον
Μπάρμπα-Μελισσό. Θα μπεις μέσα στη σπηλιά;
- -Καλή
σου μέρα και σε σένα. Ναι, αυτό είναι το σχέδιο μου, αποκρίθηκε ο
Μπάρμπα-Μελισσός.
- -Τότε, είπε το παληκάρι και σηκώθηκε
τεμπέλικα, θα ρθω μαζί σου. Μου είπαν πως, αν καταφέρω να φτάσω στα έγκατα του
βουνού, θα νικήσω την τεμπελιά μου και θα ανακτήσω τις δυνάμεις μου. Μονάχος
μου, όμως, δεν είχα το κουράγιο να το κάνω. Πολύ χαίρομαι που ήρθες και θα
μπούμε παρέα.
Έτσι μπήκαν κι οι δυο
μαζί στην σπηλιά. Δεν πρόλαβαν να κάνουν ούτε δυό βήματα κι έπεσαν πάνω σ' ένα
μικροσκοπικό πλάσμα, ένα καλικαντζαράκι. Τους ζύγωσε χοροπηδώντας και τους
ρώτησε:
- -Τι γυρεύετε εσείς εδώ πέρα;
- -Εγώ
ήρθα για να ξαναβρώ τις δυνάμεις μου, απάντησε το παληκάρι.
- -Ήρθες
στο σωστό μέρος, είπε το καλικαντζαράκι. Εμείς θα σου ξαναδώσουμε τις δυνάμεις
σου. Ο γέρος τί θέλει;
- -Ο
γέρος ψάχνει να βρει τον πραγματικό του εαυτό. Δεν ξέρει τί ήταν πριν γίνει
γέρος. Και αναρωτιέται μήπως κι ήταν κανένα από τα πλάσματα εδώ.
- -Εδώ
που τα λέμε, δεν αποκλείεται..., είπε το καλικαντζαράκι, κοιτάζοντας τον
Μπάμπα-Μελισσό από τα νύχια ως την κορφή. Ας κάνει ένα γύρω κι ας ρίξει μια
ματιά να δει. Και τι δεν έχουμε εδώ πέρα. Ότι και να διαλέξει, θα 'ναι καλύτερο
απ' αυτό που είναι τώρα.
- -Δεν
ξεκίνησα αυτό το ταξίδι, επειδή θέλω να γίνω κάτι καλύτερο απ' αυτό που είμαι
τώρα, είπε ο Μπάρμπα-Μελισσός. Το μόνο που θέλω να γίνω είναι αυτό που ήμουνα
και πριν.
- -Μωρέ
τι μας λες! τον κορόιδεψε το καλιντζαράκι. Δεν κοιτάς εδώ παρακάτω; Είναι ένας
χοντροκέφαλος αναμαλλιάρης σαν εσένα. Αυτός πρέπει να είναι ο πραγματικός
εαυτός σου!
- -Κουταμάρες,
απάντησε ο Μπαρμπα-Μελισσός. Δεν ξέρεις τι σου γίνεται! Ούτε που φαντάζεσαι τι
θα πει να γυρεύει κάποιος την αλήθεια! Θα ψάξω μόνος μου.
- -Τράβα!είπε
το καλικαντζαράκι. Εγώ θα πάω μ' αυτόν εδώ, που θέλει να ξαναβρεί τις δυνάμεις
του. Και μ' αυτά τα λόγια πλησίασε το Παληκάρι.
- -Εσύ,
είπαμε, θέλεις να ξαναβρείς τις δυνάμεις σου! Ακουσέ με κι εγώ θα σου πω τον
τρόπο: την βλέπεις αυτή την κυψέλη, που παράτησε κατάχαμα ο γέρος; Είναι γεμάτη
μέλισσες. Θα πιάσεις όσες περισσότερες μπορείς, θα τις λιώσεις κι ύστερα θα τις
απλώσεις σ' ένα κουρελάκι και θα το κολλήσεις στην πλάτη σου. Θα σε γεμίσει
δύναμη! Κι άμα αφήσεις και μερικές μέλισσες ζωντανές, τόσο το καλύτερο!
- -Σ'
ευχαριστώ για τη συμβουλή σου, απάντησε το παληκάρι. Αλλά αν είχα τη δύναμη να
πιάσω έστω και μια μέλισσα, θα ήμουν ικανοποιημένος με τον εαυτό μου και δε θα
είχα έρθει ως εδώ κάτω. Δε θα μπορούσες να πιάσεις εσύ μερικές μέλισσες για
χάρη μου;
- -Μμμ...θα
βρούμε άλλον τρόπο για σένα! Ζει εδώ μέσα ένας δαίμονας με μακριά ουρά, Θα
τρυπώσεις στη σπηλιά του, δίχως θόρυβο κι όταν φτάσεις στο βάθος, εγώ θα δέσω
την ουρά του σ' ένα βράχο. Αυτός θα ξυπνήσει και θα λυσσάξει να σε πιάσει. Αλλά
δε θα μπορεί να σε φτάσει στο βάθος-τον έχω μετρήσει. Εσύ θα κάθεσαι και θα τον
κοιτάς. Δε φαντάζεσαι πόσο δυναμωτικό είναι να κοιτάς έναν άλλον να χτυπιέται
και να λυσσάει...
- -Δίκιο
έχεις, απάντησε το Παληκάρι. Θαρρώ πως έτσι θα τα καταφέρω. Προτιμώ να
φαντάζομαι τους δαίμονες σε δράση, παρά να τους βλέπω στ' αλήθεια μπροστά μου.
- -Εμπρός, λοιπόν! Πάμε! είπε το
καλικαντζαράκι. Και προχώρησε πρώτο στη σπηλιά του Δαίμονα.
Ο Μπάρμπα-Μελισσός
στο μεταξύ είχε φτάσει ως τα έγκατα του βουνού, είχε κοιτάξει τις περισσότερες
από τις σκοτεινές σπηλιές του, είχε δει τα περισσότερα από τα τρομαχτικά
πλάσματα που φώλιαζαν στα υπόγεια λαγούμια του. Κι εκεί που προχωρούσε, μια
βουή μεγάλη ακούστηκε από τα σωθικά της γης κι ένας Δράκος πελώριος φάνηκε
μπροστά του. « Ω θεέ μου! » φώναξε ο Μπάρμπα-Μελισσός. Ο Δράκος είχε
αρπάξει ένα μωρό και ήταν έτοιμος να τον κατασπαράξει! Ήταν καθισμένος κατάχαμα
κι είχε το μωρό μπροστά του, έτοιμος ν' ανοίξει τη στοματάρα του και να το
κάνει μια χαψιά. Το δύστυχο μωρό τσίριζε και έκλαιγε.
« Κάποιος πρέπει
να τον σταματήσει και να σώσει το καημενούλι », σκέφτηκε μεμιάς ο
Μπάρμπα-Μελισσός. Και δίχως να χάσει καιρό, έκανε στροφή και το 'βαλε στα
πόδια. Τρέχοντας έψαξε όλα τα λαγούμια κι όλα τα περάσματα, ώσπου βρήκε το
μέρος που είχε αφήσει την κυψέλη του. Την άρπαξε ευθύς και χωρίς να πάρει ανάσα
γύρισε στη σπηλιά του Δράκου. Κρυφοκοίταξε και είδε το τέρας σκυμμένο πάνω από
το τρομαγμένο μωρό. Δίχως να διστάσει, όρμησε ο Μπάρμπα-Μελισσός μέσα στη
σπηλιά και σφεντόνισε την κυψέλη του κατάμουτρα στον Δράκο. Θυμωμένες οι
μέλισσες από το τράνταγμα, όρμησαν αγριεμένες στο κεφάλι, στ' αυτιά, στο στόμα
και στα μάτια του Δράκου. Ξαφνιάστηκε το τέρας από την αναπάντεχη επίθεση. Και
τρελαμένο από τα τσιμπήματα, βάλθηκε να τρέχει για να σωθεί. Κι όσο ο Δράκος
προσπαθούσε να ξεφύγει, τόσο αυτές τον τσιμπούσαν και δεν τον άφηναν σε χλωρό
κλαρί!
Όσο
ο Δράκος πάλευε με τις μέλισσες, ο Μπάρμπα-Μέλισσός έτρεξε, άρπαξε το μωρό στην
αγκαλιά του και όπου φύγει φύγει. Ούτε το πανωφόρι του δε θυμήθηκε να πάρει
μαζί του. Έβαλε τα πόδια στην πλάτη και δε σταμάτησε παρά μόνον όταν έφτασε
έξω. Εκεί συνάντησε το καλικαντζαράκι, που χοροπηδούσε στο ένα πόδι κι έτριβε
την πλάτη του και το κεφάλι του κι όλο βογκούσε πονεμένα. Σταμάτησε τότε ο
Μπάρμπα-Μελισσός να ρωτήσει τι απέγινε το παληκάρι. « Μωρέ τις βρήκε και
τις παραβρήκε τις δυνάμεις του! » τσίριξε το Καλικαντζαράκι. « Βγήκε από τη
σπηλιά ο Δράκος και τον έστρωσε στο κυνήγι. Αυτός ο τεμπελεχανάς έβαλε τέτοια
τρεχάλα, που έγινε καπνός! » Άρχισε τότε να τρέχει κι ο Μπάρμπα-Μελισσός
κι σύντομα έφτασε το παληκάρι.
- Μη
τρέχεις, του φώναξε. Τα στοιχειά που κατοικούν στα έγκατα του βουνού δεν
βγαίνουν εδώ κάτω. Στάσου λοιπόν να πάμε με την ησυχία μας.
- Τι
θα κάνεις το μωρό; ρώτησε το παληκάρι.
- Θα
το πάρω μαζί μου, όσο θα ψάχνω τον πραγματικό μου εαυτό, απάντησε ο γέρος. Μπορεί
στο δρόμο μου να βρω τη μάνα του. Εκεί πίσω, όμως, δεν θα τ' άφηνα για τίποτα
στο κόσμο.
Σύντομα έφτασαν σ'
ένα χωριό. Και ξαφνικά το Παληκάρι φώναξε:
- -Βλέπεις αυτήν εκεί τη γυναίκα, που
κάθεται στο κατώφλι του σπιτιού της; Τι όμορφα μαλλιά που έχει! Κι όμως κλαίει
και ξεριζώνει τα μαλλιά της! Δεν θα 'πρεπε!
- -Δεν
θα 'πρεπε! συμφώνησε ο Μπάρμπα-Μελισσός.
- -Μπορεί
και να 'ναι η μάνα του μωρού, είπε το παληκάρι. Άμα της το δώσεις, τότε θα
σταματήσει τα κλάματα.
- -Μα...πιστεύεις
στ' αλήθεια ότι αυτό είναι το μωρό της; απόρησε ο γέρος.
- -Γιατί δεν πας να την ρωτήσεις; επέμεινε
το Παληκάρι.
Ο Μπάρμπα-Μελισσός
δίστασε μια στιγμή κι ύστερα πλησίασε τη γυναίκα που μοιρολογούσε. Ακουγοντάς
τον εκείνη σήκωσε το κεφάλι κι είδε το μωρό στην αγκαλιά του. Πετάχθηκε ευθύς
και τ' άρπαξε στα χέρια της και το κλάμα της έγινε γέλιο! Κι όλο φιλούσε το
μωρό. Ύστερα ζήτησε από το γέρο να της πει την ιστορία του και πώς έσωσε το
παιδί της. Κι όλο του φιλούσε τα χέρια του και του δινε ευχές.
Η ευτυχισμένη μάνα
επέμενε να φιλοξενήσει τον γέρο και το Παληκάρι στο σπίτι της. Μετά χαράς δέχτηκαν
οι δυό ταξιδιώτες γιατί ήταν κουρασμένοι και πεινασμένοι. Έμειναν, λοιπόν, και
κοιμήθηκαν εκεί. Την άλλη μέρα το απόγευμα ο Μπάρμπα-Μελισσός είπε στο
παληκάρι:
- -Μπορεί να σου φανεί παράξενο, αλλά ποτέ
άλλοτε δεν ένιωσα τέτοια συμπάθεια γι' άλλο πλάσμα, σαν κι αυτήν που νιώθω τώρα
για τούτο το μωρό. Και νομίζω πως κάπως έτσι είναι κι ο πραγματικός μου εαυτός.
- -Τι
καλά! φώναξε το παληκάρι. Και τώρα σκέψου: θα σ' άρεσε να ξαναγίνεις αυτό
που ήσουν;
- -Είμαι πέρα για πέρα σίγουρος! απάντησε
ο Μπάρμπα-Μελισσός. Το θέλω όσο τιποτ' άλλο στον κόσμο.
Τότε το παληκάρι που
είχε νικήσει την τεμπελιά του, έτρεξε να βρει τον Μαθητευόμενο Μάγο και να του
πει τα νέα. Ο Μαθητευόμενος Μάγος κι οι σοφοί δάσκαλοί του ενθουσιάστηκαν σαν τ'
άκουσαν κι αμέσως πήγαν και τον βρήκαν. Εκεί έκαναν τα μαγικά τους κι ο
Μπάρμπα-Μελισσός ξανάγινε μωρό. Όσο για τη μάνα, καταχαρούμενη που είχε σωθεί
το παιδί της, δέχτηκε να αναλάβει και το δεύτερο μωρό και να το μεγαλώσει μαζί
με το δικό της.
« Α,
στάθηκε τυχερός ο Μπάρμπα-Μελισσός », είπε ο Μαθητευόμενος Μάγος. « Τώρα
θα ξεκινήσει ξανά τη ζωή του και θα είναι πραγματικά ο εαυτός του. Δε θα
καταντήσει φτωχό κι άθλιο γεροντάκι να ζει σε μια καλύβα στο δάσος με μοναδική
συντροφιά τις μέλισσες ». Αυτά είπε ο Μαθητευόμενος Μάγος κι ύστερα έφυγε
κι αυτός κι οι σοφοί δασκαλοί του. Όσο για το παληκάρι, γύρισε κι αυτό στο
σπιτάκι του, ανυπομονώντας να πέσει με τα μούτρα στη δουλειά.
Πέρασαν
χρόνια πολλά κι ο Μαθητευόμενος Μάγος μεγάλωσε κι έγινε Δάσκαλος Σοφός. Και μια
μέρα, γέρος πια, περνώντας από τη μακρινή χώρα του Ορν, είδε μια καλύβα στο
δάσος κι ολόγυρα της αμέτρητες μέλισσες να ζουζουνίζουν. Πλησίασε και κοίταξε
από την ανοιχτή πορτούλα. Είδε ένα γέρο με δερμάτινο πανωφόρι να κάθεται σ'
έναν πάγκο και να τρώει μέλι. Χάρη στη μαγική του τέχνη κατάλαβε πως ήταν ο
ίδιος εκείνος ο Μπάρμπα-Μελισσός, που είχε πάρει κάποτε τη μορφή μωρού.
« Για
κοίτα ! » μουρμούρισε σαστισμένος. « Μεγάλωσε και γέρασε και
έγινε ξανά αυτό που ήταν! »
(Περίληψη του αρχικού βιβλίου - Stockton, 2004)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου