Οι μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές
ανάγκες έχουν ένα σκληρό χρόνο προσαρμογής στο σχολικό περιβάλλον και δε
διαθέτουν τις απαραίτητες συναισθηματικές και κοινωνικές δεξιότητες για να
πετύχουν. Ο Saenz (2009) πραγματοποίησε μια εκτεταμένη έρευνα όσον αφορά τη
σχέση συναισθηματικής νημοσύνης και ακαδημαϊκής επιτυχίας και τονίζει τη
σημασία της κοινωνικής-συναισθηματικής μάθησης παράλληλα με τη γνωστική μάθηση.
Στο παρελθόν υπεύθυνη για την ακαδημαϊκή επίδοση και
την επιτυχία θεωρούταν αποκλειστικά η διανοητική ανάπτυξη και η νοημοσύνη.
Τελικά, όμως, φαίνεται ότι η συναισθηματική νοημοσύνη παίζει καταλυτικό ρόλο (Petrides,
Frederickson & Furnham, 2004). Τις τελευταίες δεκαετίες, οι
ερευνητές στο εξωτερικό μελετούν τη σχέση μεταξύ μαθησιακών διαταραχών,
προβλημάτων συμπεριφοράς και συναισθηματικής νοημοσύνης και πώς αυτοί οι
παράγοντες επηρεάζουν με τη σειρά τους τις ακαδημαϊκές επιδόσεις (Bryan, Burstein, Ergul, 2004). Η μελέτη της
σχέσης της ακαδημαϊκής επίδοσης των μαθητών που παρουσιάζουν μαθησιακές
δυσκολίες και προβλήματα συμπεριφοράς με τη συναισθηματική νοημοσύνη θα
μπορούσε να βοηθήσει στην ανάπτυξη στρατηγικών και εκπαιδευτικών παρεμβάσεων
και να ενισχύσει τους μαθητές που παρουσιάζουν τέτοιου είδους δυσκολίες (Borin, 2012; Humphrey, Curran, Morris, Farrell,
Woods, 2007; Parker, Summerfeldt, Hogan, & Majeski,
2004).
Μια συχνή συναισθηματική δυσκολία των παιδιών με μαθησιακές αναπηρίες
είναι ο φόβος. Συχνά, τα συναισθήματα του φόβου καλύπτονται από άλλα
συναισθήματα όπως αυτά του θυμού ή του άγχους. Πιο συγκεκριμένα ο φόβος
σχετίζεται με την αποτυχία, την απόρριψη, τη γελιοποίηση, την κρίση ή την
κριτική. Για τους περισσότερους ανθρώπους, το άγχος της αποτυχίας θα ήταν αυτό
που θα τους παρακινούσε να πετύχουν αλλά για τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες
αυτό το άγχος μπορεί να τα παραλύσει και να τα εμποδίσει να έχουν νέες
ευκαιρίες μάθησης. Τελικά, αναπτύσσουν στρατηγικές αντιμετώπισης για να κρύψουν
τη δυσκολία τους.
Έχει
διαπιστωθεί ότι οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες αισθάνονται περισσότερη
μοναξιά και είναι λιγότερο ενσωματωμένοι στο σχολικό πλαίσιο σε σχέση με τους
συμμαθητές τους. Ευρύματα δείχνουν ότι οι μαθησιακές δυσκολίες συνδεόνται με υψηλά
επίπεδα άγχους. Μάλιστα, τα παιδιά τείνουν να αισθάνονται συχνά ότι συμβαίνουν
γεγονότα πέρα από το έλεγχό τους.
Κάποιοι ερευνητές
συνδέουν σταθερά την κατάθλιψη σε παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες ενώ άλλοι
σημειώνουν την υψηλή συννοσηρότητα μεταξύ των δύο. Τα σχολικά επιτεύγματα έχουν
σημαντικό αντίκτυπο στην αυτοπεποίθηση των παιδιών ενώ η απώλεια ικανοτήτων και
σχολικής ετοιμότητας οδηγεί σε αισθήματα ανεπάρκειας και απόσυρσης.
Παράλληλα,
οι μαθητές με μαθησιακές διαταραχές συχνά επιδεικνύουν προβλήματα στην
κοινωνικής ικανότητα. Αναμφισβήτητα, αυτή η μειωμένη κοινωνική ικαντότητα
οδηγεί σε συνασθηματικές ανησυχίες. Για παράδειγμα, αν ένα παιδί έχει έλλειψη
φίλων θα νιώσει επιπλέον σύγχυση, θλίψη και άγχος, τα οποία είναι συναισθήματα
που μπορεί να υπάρχουν ήδη ως αποτέλεσμα των μαθησιακών αναπηριών του.
Μάλιστα, η
συνεχόμενη σχολική αποτυχία και η απογοήτευση που βιώνουν αυτά τα παιδιά είναι
πολύ πιθανόν να οδηγήσουν σε έντονα αισθήματα κατωτερότητας, τα οποία με τη
σειρά τους μπορεί να εντείνουν την αρχική ανεπάρκεια μάθησης. Για παράδειγμα,
το άγχος που εμφανίζεται ως αποτέλεσμα δυσκολιών σε ορισμένα σχολικά καθήκοντα
μπορεί να μειώσει την ικανότητα του παιδιού να παρακολουθεί στο μάθημα και να
συγκεντρώνεται. Επίσης, ένα παιδί για να αποφύγει την οδυνηρή εμπειρία της
αποτυχίας είναι πιθανόν να ξεφεύγει με τη φαντασία του και να ονειροπολεί κατά
τη μαθησιακή διαδικασία. Το γεγονός αυτό δεν οδηγεί μόνο στην αποτυχία να μάθει
νέες δεξιότητες αλλά ακόμα χειρότερα, ενισχύει την αίσθηση του παιδιού ότι η
αναπηρία του είναι πολύ μεγάλη για να την χειριστεί. Επιπλέον, αν επανειλλημένα
οι προσπάθειες του παιδιού να ανταποκριθεί στα σχολικά του καθήκοντα είναι
ανεπιτυχείς, μπορεί να εγκαταλείψει την προσπάθεια.
Δεδομένου ότι τα παιδιά με μαθησιακές
διαταραχές, διατρέχουν κίνδυνο να εμφανίσουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και
αυτοεικόνα, κατάθλιψη ή άγχος που συχνά εκφράζεται ως φόβος για μια ενδεχόμενη
σχολική αποτυχία, ο ρόλος της οικογένειας και του σχολείου παίζουν καταλυτικό
ρόλο στην εξέλιξη της διαταραχής και των συνοδών προβλημάτων. Τα συναισθήματα
της μοναξιάς και του θυμού ως δευτερογενείς συνέπειες μπορεί να έχουν
επιπρόσθετα αρνητική επίδραση στη γνωστική και στην ψυχική κατάσταση των
παιδιών. Επιπλέον, η επαναλαμβανόμενη σχολική αποτυχία είναι πιθανόν να
οδηγήσει σε παραβατική και σε αντικοινωνική συμπεριφορά με αποτέλεσμα την
ανυπακοή, τις παραβάσεις σε κανόνες (Morgan, Farka, Tufis, & Sperling, 2008) αλλά και την πρόωρη εγκατάλειψη της σχολικής φοίτησης.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, τα παιδιά που αντιμετωπίζουν μαθησιακές
δυσκολίες χρειάζεται να επαινούνται για την προσπάθεια που καταβάλλουν και
όχι μόνο για το αποτέλεσμα. Χρειάζεται να ενθαρρύνονται στους τομείς
εκείνους που έχουν ικανότητες και να νιώθουν ότι έχουν την υποστήριξη
των δασκάλων ώστε να μην αισθάνονται απομονωμένα από το σύνολο της
τάξης. Ακόμη, πρέπει να έχουν την κατανόηση των γονιών τους για τα
προβλήματα που αντιμετωπίζουν και να μη συγκρίνονται οι βαθμοί τους και οι
εργασίες τους με αυτές των συμμαθητών τους ή των αδερφών τους. Τέλος χρειάζεται
να νιώθουν ασφάλεια τόσο στο οικογενειακό όσο και στο σχολικό
περιβάλλον. Η συνεργασία και η τακτική επικοινωνία των γονέων, των
θεραπευτών και των δασκάλων είναι απαραίτητη.
Κρίνεται ακόμη πολύ
σημαντικό πριν και μετά τη διάγνωση να ενημερώνονται οι γονείς ως προς τη φύση
των δυσκολιών. Συχνά, οι γονείς δυσκολεύονται να αποδεχτούν ότι το παιδί τους
μπορεί να έχει κάποια μαθησιακή «αναπηρία» ειδικά όταν αυτή δεν είναι ορατή.
Πριν τη διάγνωση του παιδιού οι γονείς μπορεί να είναι αγχωμένοι ή και
θυμωμένοι με το παιδί που συνήθως έχει την ταμπέλα του «τεμπέλη». Σε πρώτη
φάση, η διάγνωση μπορεί να λειτουργήσει ανακουφιστικά για τους γονείς αλλά
μετέπειτα έχει ως επακόλουθο δυσάρεστα συναισθήματα: αισθάνονται υπεύθυνοι και
ένοχοι, ότι έκαναν κάτι λάθος, ή νιώθουν θυμό, άγχος, απογοήτευση και απώλεια (Karande
& Kulkarni, 2009; Karande, Kumbhare, Kulkarni, & Shah, 2009). Όπως
συμβαίνει με οποιαδήποτε άλλη απώλεια, οι γονείς θα περάσουν από συγκεκριμένα στάδια
μέχρι να αποδεχτούν τη δυσλεξία του παιδιού τους και σε αυτή τη φάση, η
ενημέρωση και η συμβουλευτική θα τους βοηθήσουν πολύ.
Κομποθέκρα Κακαβούλη Αλεξία
Εκπαιδευτικός - Ειδική Παιδαγωγός
(BSc - PgD - MSc)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου